αβράμυλο

αβράμυλο
το
ο καρπός τής αβραμυλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βράβυλον το
α- προθετικό, το δε -μ- αντί τού -β- από ανομοίωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”